Το κύριο φάρμακο για την αντιμετώπιση του Σ.Δ. είναι η εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς στον αυτοέλεγχο του σακχάρου αίματος, στην ειδική διατροφή, στη φυσική άσκηση και στη σωστή χρήση των φαρμάκων. Έτσι μπορούν να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα και να προληφθούν οι επιπλοκές. Ο σωστά εκπαιδευμένος ασθενής με διαβήτη μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια χωρίς επιπλοκές και δυσάρεστα επακόλουθα.
Διαβήτης τύπου 1: Παράγεται λίγη ή καθόλου ινσουλίνη, λόγω καταστροφής των κυττάρων που την παράγουν. Αφορά κυρίως παιδιά και νεαρούς ενήλικες, οι οποίοι από τη στιγμή της διάγνωσης χρειάζονται χορήγηση ινσουλίνης για να επιβιώσουν. Αφορά το 5-10% παγκοσμίως.
Διαβήτης τύπου 2: Είναι ο συχνότερος τύπος διαβήτη. Το 80% των ατόμων που εμφανίζουν Σ.Δ τύπου 2 είναι υπέρβαρα! Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει αντίσταση στην παραγόμενη ινσουλίνη, η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά. Στον θεραπευτικό σχεδιασμό του Σ.Δ τύπου 2 συμπεριλαμβάνονται απώλεια βάρους , άσκηση, φαρμακευτική αγωγή και συχνά ινσουλίνη. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια ο Σ.Δ. τύπου 2 προσβάλλει όλο και νεαρότερα άτομα, λόγω της κακής διατροφής , της παχυσαρκίας και της έλλειψης άσκησης.
Διαβήτης κύησης: Είναι ο διαβήτης που εμφανίζεται σε μια γυναίκα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Παρουσιάζεται όταν οι απαιτήσεις στην ινσουλίνη αρχίζουν να είναι υψηλές. Στις περισσότερες περιπτώσεις η θεραπεία του διαβήτη κύησης έχει ως αποτέλεσμα φυσιολογική έκβαση της εγκυμοσύνης. Ο διαβήτης κύησης ελέγχεται με διαιτητικούς περιορισμούς, με ινσουλίνη, όταν ο ειδικός ιατρός το κρίνει απαραίτητο, και βέβαια με συχνές μετρήσεις της γλυκόζης του αίματος. Η ινσουλίνη που χρησιμοποιεί η έγκυος, όπως κι αυτή που παράγει η ίδια από το πάγκρεας, δεν περνάει από τον πλακούντα και δεν επηρεάζει το έμβρυο, το οποίο αντιθέτως επηρεάζεται από τα υψηλά επίπεδα σακχάρου της μητέρας. Συνήθως μετά τον τοκετό, όταν οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη μειωθούν, η γλυκόζη αίματος της μητέρας επανέρχεται στα φυσιολογικά και η αγωγή με ινσουλίνη σταματά.
“Υβριδικός” ή “μεικτός τύπος”: συναντιέται σε υπέρβαρα παιδιά και παχύσαρκους εφήβους και φέρει χαρακτηριστικά διαβήτη τύπου 1 και 2.
Νεανικός διαβήτης με όψιμη έναρξη (MODY): σπάνιος τύπος διαβήτη που προσβάλλει παιδιά . Οφείλεται σε ένα γονίδιο, το οποίο ευθύνεται για την αναποτελεσματική έκκριση ινσουλίνης.
Τα κριτήρια της διάγνωσης του Σ.Δ. είναι τα παρακάτω, πάντα επιβεβαιωμένα 2 φορές:
ΚΑΙ
Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται μεμονωμένα, όλα μαζί ή και καθόλου, όπως επίσης και να οφείλονται και σε άλλα αίτια. Πολλά άτομα δεν έχουν συμπτώματα, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτουν με καθυστέρηση το Σ.Δ. Το 30-50% των ατόμων με Σ.Δ. τύπου 2 δεν γνωρίζουν ότι έχουν διαβήτη.
Καλό είναι ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος να γίνεται σε πλαίσιο προληπτικών εξετάσεων. Αν παρατηρήσετε τα παραπάνω συμπτώματα, στον εαυτό σας ή σε άτομο του περιβάλλοντός σας, απευθυνθείτε στον προσωπικό σας γιατρό.
Το κύριο φάρμακο για την αντιμετώπιση του Σ.Δ. είναι η σωστή και έγκαιρη διάγνωση, καθώς και η εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς στον αυτοέλεγχο του σακχάρου αίματος, στην ειδική διατροφή, στην φυσική άσκηση και στην σωστή χρήση των φαρμάκων. Έτσι μπορούν να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα και να προληφθούν οι επιπλοκές. Ο σωστά εκπαιδευμένος ασθενής με διαβήτη μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια χωρίς επιπλοκές και δυσάρεστα επακόλουθα.
Ο Σ.Δ είναι μια χρόνια πάθηση που εμφανίζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά την ινσουλίνη που παράγεται. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και βοηθά τα κύτταρα να προσλάβουν και να χρησιμοποιήσουν τη γλυκόζη που κυκλοφορεί στο αίμα.
Η δυσλειτουργία στην παραγωγή ή στη δράση της ινσουλίνης ή και στα δυο οδηγεί σε υπεργλυκαιμία, δηλαδή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσει βλάβες σε αρκετά όργανα και γενικότερα στον οργανισμό.
Η εξάπλωση του Σ.Δ έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις στον σύγχρονο κόσμο και σχετίζεται με την επιδημική αύξηση της παχυσαρκίας. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για τον Σακχαρώδη Διαβήτη (IDF), ο αριθμός των διαβητικών στην υφήλιο είναι σήμερα 240 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα ο αριθμός των διαβητικών αγγίζει σχεδόν το 1.000.000, περίπου το 8% του συνολικού πληθυσμού.
O Σ.Δ. είναι σοβαρό ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα διότι, εκτός από τις επιδημικές του διαστάσεις, σχετίζεται με επιπλοκές, οι οποίες περιλαμβάνουν καρδιαγγειακά νοσήματα, νεφροπάθεια, νευροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια.
Ο αριθμός των ατόμων με Σ.Δ. αυξάνεται και δυστυχώς προσβάλλει όλο και περισσότερα παιδιά και εφήβους. Η αύξηση αυτή ακολουθεί την επιδημία της παχυσαρκίας και την υιοθέτηση ενός μοντέλου καθιστικής ζωής και έλλειψης φυσικής δραστηριότητας.
Το σάκχαρο του αίματος θεωρείται φυσιολογικό όταν είναι μικρότερο του 100mg%, μετά από τουλάχιστον οκτάωρη νηστεία και μικρότερο από 140mg% δύο ώρες έπειτα από κάποιο γεύμα.
Τα κριτήρια της διάγνωσης του Σ.Δ. είναι τα παρακάτω, πάντα επιβεβαιωμένα 2 φορές:
Συμπτώματα διαβήτη (πολυουρία, πολυδιψία, ανεξήγητη απώλεια βάρους)
ΚΑΙ
τυχαία γλυκόζη πλάσματος > 200mg% ή γλυκόζη πλάσματος νηστείας> ή= 126mg% (νηστεία τουλάχιστον 8 ωρών) ή γλυκόζη πλάσματος νηστείας μετά τη χορήγηση 75g γλυκόζης (καμπύλη γλυκόζης) >ή = 200mg%
Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται μεμονωμένα, όλα μαζί ή και καθόλου. Καλό είναι η μέτρηση σακχάρου του αίματος να είναι στον τακτικό προληπτικό έλεγχο και αν παρατηρηθούν τα παραπάνω συμπτώματα να απευθύνεστε στον προσωπικό σας γιατρό. Το κύριο φάρμακο για την αντιμετώπιση του Σ.Δ. είναι η εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς στον αυτοέλεγχο του σακχάρου αίματος, στην ειδική διατροφή, στη φυσική άσκηση και στη σωστή χρήση των φαρμάκων. Έτσι μπορούν να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα και να προληφθούν οι επιπλοκές. Ο σωστά εκπαιδευμένος ασθενής με διαβήτη μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια χωρίς επιπλοκές και δυσάρεστα επακόλουθα.
H σωστή διατροφή, η άσκηση και η φαρμακευτική αγωγή είναι οι βασικοί άξονες της επιτυχίας στη θεραπευτική προσέγγιση του Σακχαρώδη Διαβήτη.
Οι διατροφικές οδηγίες στο παρελθόν ήταν αρκετά γενικευμένες και περιορίζονταν στην αποφυγή της ζάχαρης, σε οποιαδήποτε μορφή, και στην απώλεια βάρους. Πριν αρχίσει να χρησιμοποιείται η ινσουλίνη, ο μόνος σχεδόν τρόπος για να διατηρηθεί χαμηλό το σάκχαρο του αίματος ήταν ο μεγάλος περιορισμός των υδατανθράκων. Η άποψη αυτή συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά τη χρήση της ινσουλίνης.
Όταν άρχισε να γίνεται φανερό ότι ο κίνδυνος για την μακρόχρονη επιβίωση των διαβητικών ατόμων προερχόταν κυρίως από τις προκαλούμενες από τον διαβήτη αγγειακές επιπλοκές και όχι από τον ίδιο τον διαβήτη, η στάση των επιστημόνων απέναντι στη διατροφή άρχισε να αλλάζει. Μια δίαιτα πλούσια σε λίπη και φτωχή σε υδατάνθρακες είναι βασικός προδιαθεσικός παράγοντας αγγειακών επιπλοκών. Αρκετές πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι δεν υπάρχει ανάγκη περιορισμού των υδατανθράκων στο διαβητικό άτομο. Αν μάλιστα επιλεγεί σωστά το είδος των υδατανθράκων, τα επίπεδα γλυκόζης μπορούν να βελτιωθούν.
Η διατροφή που μπορεί να προστατεύσει και να βοηθήσει ουσιαστικά το άτομο που πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη στηρίζεται στα εξής:
Εκτός από την ποιοτική σύσταση της διατροφής του διαβητικού ατόμου, σημαντικό ρόλο παίζει να μοιράζεται η τροφή σε 3 κύρια γεύματα και 2-3 σνακ ημερησίως.
Η σωματική άσκηση, τουλάχιστον 20-30 λεπτά τις περισσότερες μέρες, είναι επίσης απαραίτητη για την καλή ρύθμιση του σακχάρου, του βάρους και την πρόληψη των επιπλοκών στο διαβητικό άτομο, το οποίο σωστά εκπαιδευμένο μπορεί να ζήσει φυσιολογικά πολλά χρόνια.
Η θεραπευτική προσέγγιση του Σακχαρώδη Διαβήτη στοχεύει στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και την πρόληψη των επιπλοκών. Απαιτεί την εκπαίδευση και τη συνεργασία του ασθενούς και του οικογενειακού περιβάλλοντος, και εστιάζεται στους εξής άξονες:
Είναι ο διαβήτης που εμφανίζεται σε μια γυναίκα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Παρουσιάζεται όταν οι απαιτήσεις στην ινσουλίνη αρχίζουν να είναι υψηλές. Οι πιθανότητες να εμφανίσει μια γυναίκα διαβήτη κύησης είναι μεγαλύτερες όταν υπάρχει μια από τις ακόλουθες καταστάσεις:
Στις περισσότερες περιπτώσεις η θεραπεία του διαβήτη κύησης έχει ως αποτέλεσμα φυσιολογική έκβαση της εγκυμοσύνης. Ο διαβήτης κύησης ελέγχεται με διαιτητικούς περιορισμούς, με ινσουλίνη, όταν ο ειδικός ιατρός το κρίνει απαραίτητο, και βέβαια με συχνές μετρήσεις της γλυκόζης του αίματος. Η ινσουλίνη που χρησιμοποιεί η έγκυος, όπως κι αυτή που παράγει η ίδια από το πάγκρεας, δεν περνάει από τον πλακούντα και δεν επηρεάζει το έμβρυο, το οποίο αντιθέτως επηρεάζεται από τα υψηλά επίπεδα σακχάρου της μητέρας.
Συνήθως μετά τον τοκετό, όταν οι απαιτήσεις σε ινσουλίνη μειωθούν, η γλυκόζη αίματος της μητέρας επανέρχεται στα φυσιολογικά και η αγωγή με ινσουλίνη σταματά.
Η διατροφή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι σημαντική προκειμένου να βοηθήσει τον έλεγχο γλυκόζης αίματος. Είναι επίσης σημαντικό το έμβρυο να παίρνει όλες τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται. Συνιστάται η λήψη μικρών και συχνών γευμάτων και η κατανάλωση τροφίμων με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Αρκετές φορές ο θεράπων ιατρός συστήνει ελαφρύ περιορισμό των θερμίδων.
Με τα σημερινά δεδομένα απαγορεύεται η λήψη αντιδιαβητικών δισκίων από έγκυες γυναίκες και ο μόνος τρόπος διόρθωσης του σακχάρου είναι η ινσουλίνη. Ο ειδικός ιατρός αποφασίζει για το θεραπευτικό σχήμα.
Οι παρακάτω διατροφικές οδηγίες εξασφαλίζουν μια ομαλή εγκυμοσύνη σε όλες τις γυναίκες, που εμφανίζουν ή όχι διαβήτη κύησης:
Είναι μέτρηση του σακχάρου του αίματος μετά από λήψη συγκεκριμένης ποσότητας γλυκόζης από το στόμα. Προηγείται νηστεία, την προηγούμενη νύχτα, 10-14 ωρών. Οι προηγούμενες τουλάχιστον τρεις ημέρες είναι με δίαιτα χωρίς περιορισμό.
Γίνεται μέτρηση της γλυκόζης σε δυο χρόνους:
Με βάση την τιμή του σακχάρου 2 ώρες μετά τη φόρτιση η καμπύλη θεωρείται:
<140mg% φυσιολογική
>140mg% και < 200mg% διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη
>200mg% ένδειξη Σ.Δ.
Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) είναι μέτρηση που γίνεται στο αίμα για την παρακολούθηση του Σ.Δ. Μετριέται το μέσο επίπεδο του σακχάρου κατά τους προηγούμενους 2-3 μήνες. Μπορεί να γίνει οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ακόμα και μετά από γεύμα.
Η φυσιολογική τιμή HbA1c για τους υγιείς είναι περίπου 5%.
Σε άτομα με Σ.Δ. πρέπει να διατηρείται κάτω από το 7%, ώστε να περιορίζεται ο κίνδυνος επιπλοκών.